ὀχύρωμα

ὀχύρωμα
ὀχῠρ-ωμα, ατος, τό,
A stronghold, fortress, prison, X.HG3.2.3, LXX Ge.39.20, PPetr.2p.34 (iii B. C.), Plb.4.6.3, PStrassb.85.23 (ii B. C.): pl., Phld.Rh.1.334 S., OGI455.14 (Aphrodisias, i B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀχύρωμα — stronghold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχύρωμα — το (Α ὀχύρωμα [οχυρώ] οχυρωμένη τοποθεσία, οχυρό νεοελλ. συνεκδ. τεχνικό έργο που εξασφαλίζει την αμυντική ικανότητα μιας θέσης …   Dictionary of Greek

  • οχύρωμα — το, ατος έργο τεχνικό που κάνει ασφαλή έναν τόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σερμπεντζές — Οχύρωμα της Αθήνας επί Τουρκοκρατίας. Ξεκινούσε ΝΑ της Ακρόπολης και κάλυπτε ένα τεράστιο τμήμα της πόλης. Το Νοέμβριο του 1821 το κατέλαβαν οι έλληνες επαναστάτες …   Dictionary of Greek

  • ὀχυρωμάτων — ὀχύρωμα stronghold neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασι — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώμασιν — ὀχύρωμα stronghold neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματα — ὀχύρωμα stronghold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματι — ὀχύρωμα stronghold neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρώματος — ὀχύρωμα stronghold neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταποτειχίζω — ἀνταποτειχίζω (Α) χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”